Λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιο πρόσωπο, πράγμα, ή, ακόμα πιο συχνά, κάποια κατάσταση, που είναι τόσο γαμάτη για να την περιγράψεις κάπως αλλιώς.

  1. Πασάμ, χθες στο λάιβ τα σπάσαμε, άστο!

  2. Λοιπόν, έχω φέρει να πιούμε ένα τσιπουράκι από το χωριό, άστο!

  3. - Πασάμ, πώς σου φαίνεται η κοπελιά στο μπαρ; Καλή ε;
    - 'Αστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει υπερβολή ή και διαστρέβλωση των γεγονότων, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό του συνομιλητή. Πήρε αυτόν τον τίτλο λόγω του ότι ο συγκεκριμένος πρόλογος «πωλείται», δλδ χρησιμοποιείται, κυρίως από κατοίκους της Ξάνθης.

- Σήμερα λέω να την πέσω μέσα, χαλαρά.
- Άσ' τον ξανθιώτικο τον πρόλογο τον μούφα ρε, αφού έμαθα ότι κανόνισες τσίπουρα με κάτι αρχιτεκτόνισσες!
- Καμιά σχέση πασάμ, εγώ τέρμα χαλαρός είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μικρές εκκολαπτόμενες Σερραίες που σε προκαλούν να τις δαγκώσεις όπως τα κομματάκια της περίφημης Σερραϊκής μπουγάτσας.

Κουβέντα σε καφενείο του πεζοδρόμου των Σερρών:

- Τσέκαρε ένα μικρό που περνάει ρε φίλε! Πωπωπω φωτιά και λαύρα!

- Καλά, αυτά τα μπουγατσάκια είναι σκέτος πειρασμός πασά μ'!

Ακανέδες Σερρών.Λιώνουν.... στο στόμα (από GATZMAN, 24/02/09)

Σχετικά: πιπίνι, παστάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κατάσταση και γενικά τα πράγματα που γουστάρει ένας καυλάντης.

- Λοιπόν θα κανονίσουμε καμιά καυλάντα το Σ/Κ;
- Δεν έρχεστε από μένα να πετάξουμε κανα λουκάνικο στη φουφού να γουστάρουμε;
- Μέσα είσαι ρε καυλάντη!

Greece καβλάντα! (από malakia, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κιμπάρης, ο άντρας που γουστάρει να απολαμβάνει το καλό φαγητό,τα ωραία ξίδια, τις ωραίες γκόμενες. Αυτός που ξέρει να ζει.

Επίσης είναι και αυτός που καυλαντίζει (βλ. καυλαντίζω).

- Λοιπόν, παίδες πήρα επιτέλους την προαγωγή που περίμενα. Πάμε το βραδάκι για κάνα τσίπουρο και μετά σε κάνα στριπτητζάδικο; Κερνάω!
- Να μου ζήσεις ρε καυλάντη! Πάμε να γουστάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό πού δηλώσει μια κατάσταση κούρασης, βαρεμάρας, ζαλάδας, μέθης κλπ.

Χρησιμοποιείται κυρίως στην Ξάνθη και συνήθως συνοδεύεται από την λέξη πασά μ' (πασά μου).

— Γιάννη είσαι για κάνα PRO το βραδάκι;
— Μπααα, τζάλα είμαι πασά μ', θα την πέσω νωρίς απόψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα η οποία δεν είναι απαραίτητα μεγάλης ηλικίας, αλλά είναι ύπουλη και δολοπλόκα.

- Είδες τι τον έχει κάνει τον Νικολάκη η Σουλτάνα; Κεφάλι δεν μπορεί να σηκώσει ο καημένος.
- Είναι αυτή μια σκοταδόγρια, απαπαπαπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified