Κατάσταση θερμοκρασίας, όταν έχει πιο πολλή ζέστη κι απ τον καύσωνα. Πολλοί επιμένουν ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του σωστού «ζέστη». Δημιουργήθηκε προφανώς κατά: ζέστη ωααα / ζέστηααα / ζέστααα / ζέστα. Η συγγένεια της με τη λέξη βενζίνα παραμένει άγνωστη.

Παρόμοια: Καμίνι, σκάει ο τζίτζικας κλπ.

(βγαίνοντας από το μαγαζί με air condition, Ιούλιος στις 3 το μεσημέρι, ντάλα ήλιος, 42 υπό σκιάν):
- Πωωωωω...
- Ζέστα!

(από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Το ζέστα σίγουρα είναι απο παλιά εναλλακτικός ψιλοχωριάτικος τύπος του ζέστη. Εδώ όμως έχουμε το στάνταρ αργκοτικό φαινόμενο που η κατάληξη -α επιτείνει τη σημασία.

#2
iron

(είπα να τω πω αλλά θα μου λέγαν πάλι ότι τσινάω)