Εναλλακτικώς το παίγνιο με ηχηροποίηση, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει καταστεί άθυρμα, καταγέλαστος, καραγκιόζης, που γελάει ο κόσμος με την πάρτη του, ειδικά σε μικρές κοινότητες που το κουτσομπολιό πάει σύννεφο και υπάρχει ανάγκη για τρελό ή τρολό του χωριού. Τον μη καθαρευουσιανοειδή αυτόν τύπο με την ηχηροποίηση τον βρίσκουμε συχνά στη λογοτεχνία και την ποίηση.
Πάσα (Δ.Π.): selsa
Γιατί να γεννηθεί, τι κακό έκαμε στο Θεό και την παιδεύει τόσο; Και τι κακό έκαμε κι ο άντρας της, να καταντήσει μπεκρής, άσωτος και μπαίγνιο του χωριού; (Από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», σ. 251).
Σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται και όνειρο στα βλέφαρα μωρού
μπαίγνιο του αέρα, περιγέλιο του καιρού
οι άνθρωποι περνούνε και ξεχνιούνται
σαν τις σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται. (Από άζμα των Χαϊνηδων).Γελάνε οι νέοι με τα κατάντια σου ,
αλλά εσένα δε σου καίγεται καρφί,
παλιόγερε , μπαίγνιο μιας πουτάνας. (Εδώ).Δεν γίνεται, Θέ μου, να κάνεις ένα θαύμα
να σηκωθεί ο Κόντες,
ν' αρπάξει ένα στυλιάρι από τ' αλώνι
ή να ξεκρεμάσει το βούρδουλα απ' το γάντζο
και ν' αρχίσει να βαράει,
να κοπανάει όπου βρει κι όπου πονεί
–αλύπητα, χωρίς σταματημό–
φωνάζοντας «Όξω μπαίγνιο! Όξω πούστη!»,
όπως εφώναζε σα ζούσε
σ' όσους δικούς του στίχους είτανε κακοί, [...].
(Από ποίημα του Γιώργου Κεντρωτή εδώ).
0 comments