Αποχαύνωση, τεμπελιά, τέρμα χαλάρωση, μαστουροκατάσταση, χύμα στο κύμα, ρέκλα, ενδεχομένως υπό συνθήκες και μουργέλα.
Ρήμα: μαλαγρώνω.

Η μαλάγρα είναι ένα φυτό σαν το φλόμο, που χρησιμοποιείται για να θολώνει τα νερά και να ζαλίζει τα ψάρια, ώστε να πιάνονται εύκολα.

Τη λέξη την έχω ακούσει μόνο από δυο άτομα πριν κάτι χιλιάδες (κοντά δεκαπέντε, είκοσι) χρόνια, κάνοντας διακοπές σε ένα χωριό του Πηλίου. Τα άτομα προφανώς ήταν μαλαγρωμένα κάργα. Πίνανε διαρκώς μπάφοθς, χυμένοι στο κύμα, και κάθε δέκα λεπτά περίπου κάποιος έλεγε νωχελικά: «Μαλάάάγρα» ή «Μαλάγρωσα» ή «Μαλαγρώσαμε».

Την είχα χρόνια ξεχασμένη και τη ξαναθυμήθηκα προσφάτως με τυχαία αφορμή. Δεν ξέρω πόσο δόκιμη είναι, ούτε είμαι σίγουρη τι ακριβώς-ακριβώς σημαίνει (συνειρμικά συμπεράσματα βγάζω), αλλά τέλος πάντων δεν την έβγαλα από το μυαλό μου (δεν ξέρω αν την έβγαλαν από το μπαφιασμένο τους μυαλό οι δυο μαλαγρωμένοι).

Όποιος ξέρει περισσότερα, ας τα πει.

Με έχει πιάσει μια μαλάγρα απίστευτη.

η συνταγή!!! (από gaidouragathos, 22/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Κατά την ενασχόληση με το ψάρεμα (π.χ : κιούρτο), ως μαλάγρα λέγαμε το ψωμοτύρι. Εδώ βλέπω κάτι σχετικό που περιλαμβάνει και το ψωμοτύρι.

#2
deinosavros

Ακριβώς όπως τα λέει το λινκι του Γκατζ. Δεν έχω υπόψη μου φυτό μαλάγρα. Κάνας άλλος;
Προφ από το μαλάσσω / μάλαξη.

#3
aoratimelani

Δίκιο έχετε παιδιά. Βρήκα αυτό στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα:

μαλάγρα (Ναυτ.) = μίγμα αποσυνθεμένων ουσιών αναμεμιγμένων μεθαλασσινή άμμο. Τα κύρια και συνήθη συστατικά από τα οποία αποτελείται είναι η ζύμη από άσπρο ψωμί, το τυρί, οι ρέγγες, οι σαρδέλες κ.λπ. που βρίσκονται σε κατάσταση αρχόμενης αποσύνθεσης, ώστε να έχουν έντονη οσωμή. Η μαλάγρα ρίχνεται στη θάλασσα στην περιοχή που πρόκειται να ψαρέψουμε με αγκίστρι για να προσελκύσει τα ψάρια. Η μαλάγρα ονομάζεται επίσης πλάνος ή (μ)πασμός.

Φαίνεται πως εγώ είχα καταλάβει λάθος, δεν θυμάμαι και καλά πού είχα βρει τις πληροφορίες τότε.