Αποχαύνωση, τεμπελιά, τέρμα χαλάρωση, μαστουροκατάσταση, χύμα στο κύμα, ρέκλα, ενδεχομένως υπό συνθήκες και μουργέλα.
Ρήμα: μαλαγρώνω.

Η μαλάγρα είναι ένα φυτό σαν το φλόμο, που χρησιμοποιείται για να θολώνει τα νερά και να ζαλίζει τα ψάρια, ώστε να πιάνονται εύκολα.

Τη λέξη την έχω ακούσει μόνο από δυο άτομα πριν κάτι χιλιάδες (κοντά δεκαπέντε, είκοσι) χρόνια, κάνοντας διακοπές σε ένα χωριό του Πηλίου. Τα άτομα προφανώς ήταν μαλαγρωμένα κάργα. Πίνανε διαρκώς μπάφοθς, χυμένοι στο κύμα, και κάθε δέκα λεπτά περίπου κάποιος έλεγε νωχελικά: «Μαλάάάγρα» ή «Μαλάγρωσα» ή «Μαλαγρώσαμε».

Την είχα χρόνια ξεχασμένη και τη ξαναθυμήθηκα προσφάτως με τυχαία αφορμή. Δεν ξέρω πόσο δόκιμη είναι, ούτε είμαι σίγουρη τι ακριβώς-ακριβώς σημαίνει (συνειρμικά συμπεράσματα βγάζω), αλλά τέλος πάντων δεν την έβγαλα από το μυαλό μου (δεν ξέρω αν την έβγαλαν από το μπαφιασμένο τους μυαλό οι δυο μαλαγρωμένοι).

Όποιος ξέρει περισσότερα, ας τα πει.

Με έχει πιάσει μια μαλάγρα απίστευτη.

η συνταγή!!! (από gaidouragathos, 22/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified