Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.

Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.

Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
johnblack

[I]τ' άκρα η ποίηση ζητά τα πόδια τους γλουτούς χορδές του έρωτα υμνητικές μουνόχειλα, κοράλλια[/I].

Γιώργος Βέλτσος, από την ποιητική συλλογή «Από Βηθανίας».

#2
donmhtsos

«Τα μουνόχειλά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου.»

Μπορεί να μην τό 'γραψε έτσι ακριβώς ο Μάρκος, αλλά έτσι το βίωσε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

#3
Galadriel

Ο Μάρκος έζησε σε όμορφες, αγνές εποχές λάμψεων. Σήμερα από την άλλη, το να λάμπει το μουνόχειλο θεωρείται εκδίκηση. Και το ματόκλαδο δηλαδή αλλά αυτό είναι για άλλο λήμμα.