Αυτός που ζητά με τσαμπουκαλεμένο ύφος να του πάρουν τσιμπούκι. Αλλά και αυτός που παίρνει τσιμπούκια ο ίδιος.

Όταν τον βλέπανε να περνάει δεν τον φωνάζανε με το όνομά του, αλλά λέγανε: «Καλώστον τσιμπουκαλή».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified