Αυτός που ζητά με τσαμπουκαλεμένο ύφος να του πάρουν τσιμπούκι. Αλλά και αυτός που παίρνει τσιμπούκια ο ίδιος.
Όταν τον βλέπανε να περνάει δεν τον φωνάζανε με το όνομά του, αλλά λέγανε: «Καλώστον τσιμπουκαλή».
Got a better definition? Add it!
Published 2013-10-03 19:13:40+00:00 Last modified 2013-10-04 15:56:20+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments