1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!

Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Μπράβο στον θείο Λάκη... Γαμώ τους οδηγούς. Ούτε μια χελώνα δεν ήταν ικανός να αποφύγει... Μήπως λερώθηκε το φορτηγό;

#2
iron

  1. défoncé ή foncedé, γαλλιστί.
#3
Galadriel

Και έτσι δημιουργούνται αριστουργήματα.