Λούτσα στα αρβανίτικα σημαίνει μούσκεμα στα ελληνικά.

  1. Σιγά ρε, με έκανες λούτσα (με έβρεξες).

  2. Με έπιασε μία βροχή στον δρόμο και έγινα λούτσα (μούσκεμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified