Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.

  1. Τσάκω δύο Johnnie Walker.

  2. Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.

Τσάκω την τσαπού (ποδανιστί) (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
soulto

Φιλαρακι τσακω ενα μπουλο και στο ινστα σου