Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.

  1. Τσάκω δύο Johnnie Walker.

  2. Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.

Τσάκω την τσαπού (ποδανιστί) (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «ορίστε» αλλά πιο μάγκικο. Λέγεται όταν δίνουμε κάτι σε κάποιον.

- Ρε συ, δώσε φωτιά.
- Τσάκω.
- Άλα της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified