Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.
Τσάκω δύο Johnnie Walker.
Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.
Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.
Τσάκω δύο Johnnie Walker.
Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του «ορίστε» αλλά πιο μάγκικο. Λέγεται όταν δίνουμε κάτι σε κάποιον.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!