Πίνω μπάφο αραχτός. Το αραχτός εννοείται λόγω μαστουρίασης. Δηλαδή αράζω=πίνω μπάφο.

Αλλά: στην προστακτική, κατά το άραξε την πέτσα σου, το ''άραξε'' σημαίνει είτε ''βολέψου, κάτσε κάπου βολικά'' είτε ''χαλάρωσε, όλα θα πάνε καλά'', είτε ''μη μου το παίζεις μάγκας, κόψε λίγο'', είτε ''ποιος νομίζεις ότι είσαι, χαμήλωσε λίγο ντεσιμπέλ και υφάκι''.

Ναι, χρησιμοποιείται πολύ, χρησιμοποιείται συχνά, και με διάφορους τρόπους, κάθε στιγμή που μιλάμε, μία καινούργια σημασία του ''άραξε'' χρησιμοποιείται κάπου ανά την Ελλάδα.

*Οι χρήστες του ''άραξε'' συντέμνονται σε τρεις κατηγορίες:
α) Αυτοί που αράζουν μπαφοπίνοντας -οπότε και έχουν ένα ρήμα εύκαιρο για όλα
β) Αυτοί που θέλουν να είναι εκείνοι που θα πουν ''άραξε'' στον άλλον, ώστε ο άλλος να αράξει εξαιτίας τους και να νιώσουν βαθιά ικανοποίηση
γ) Και τα δύο σε ένα (άραξε ρε)

τηλ:
- Έλα ρε τι λέει
- Εδώ ρε λος, αράζω σπίτι
- Παίζει τίποτα;
- Έχω ένα δεκό, πάρε και το Μάκη κι ελάτε απ' το σπίτι ν' αράξουμε ξέρω 'γω (ήρθαν)
- Αράχτε όπου θέλετε ρε
- Έχεις το παλτό πάνω στον καναπέ, μην κάτσω πάνω του
- Άραξε ρε, δεν παθαίνει τίποτα
(άραξαν)
- Σου τελειώνουν τα χαρτάκια ρε.
- Άραξε ρε μαλάκα, σαν πόσα θες δηλαδή, τετράφυλλο θα στρίψω για την πάρτη σου;
(άραξε)
(αράζουν ακούγοντας ΖΝ -ναι, έχουν ακόμα κοινό-)
(αράζουν βλέποντας Ράδιο Αρβύλα στο γιουτούμπ-ναι, στο γιουτουμπ, θες κάτι;)
(αράζουν σκαλωμένοι στην αρχική φεησμπουκοσελίδα του οικοδεσπότη)
- Μαλάκα τι μουνί είναι αυτό στη φωτογραφία; Ποια είναι αυτή;
- Άραξε ΚηΜά, το γκομενάκι το χω σταμπάρει εγώ. μη γαμήσω τώρα.
- Καλά ρε φίλε, άραξε, δεν είπαμε και τίποτα!
(αράζουν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan