Υπάρχουν δυο συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες εφαρμογές του λήμμαντος:
- Ξηγιέμαι αυταρχικά, αντιδημοκρατικά και χωροφυλακίστικα, δίκην πατερνάλα γυμνασιάρχη των πενήνταζ.
Τα παίρνω στη κράνα, συφιλιάζομαι, και ενίοτε κασιδιάζω ρίχνοντας ψιλές urbi et orbi.
Βλ. επίσης: χιτλεριάζομαι, σταλινιάζω(ομαι).
Πρώτη έννοια
-
♪♫ Χάι πατερούλη άργησα λιγάκι
Γιατί τραβάω ζόρια μ' ένα φίνο γκομενάκι
Δε με γουστάρει ο γέρος της που τη γυροφέρνω
Κι όλο χιτλεριάζει τηλέφωνο σαν παίρνω ♪♫
(ΗΜΙΖ, Ο κύρης του σπιτιού)
2.
Η εμπειρια μου ειναι οτι οσο πιο πολυ χιτλεριαζει η εργοδοσια τοσο αντιδρουν οι υπαλληλοι και σπαει το spell της ''συνεργασιας''
3.
I can't listen to that much Wagner, ya know; I start to get the urge to conquer Poland.
(Woody Allen)
Δεύτερη έννοια
4.
Γειά σας. Έχω καιρό να γράψω αλλά μ αυτά που διαβάζω χιτλεριάζω. Επιτέλους σ αυτό το κράτος...
5.
Ο Χιμενεθ, οταν καναμε κρουση στην Ιντερ τα Χριστουγεννα για εξαμηνο δανεισμο, δε πολυφαινονταν προθυμος να ερθει στην Ελλαδα και τον ΠΑΟΚ, χωρια που χιτλεριασε ο Μουρινιο και δεν τον αφησε να φυγει, γιατι ντε και καλα τον πιστευε, παρ' οτι προερχονταν απο σοβαρο τραυματισμο...
5.
Η όλη ιστορία ξεκινάει από κάποιον που χιτλέριασε και «σε έδωσε» γιατί είδε ότι ένα από αυτά που έχεις και δίνεις στους άλλους είναι δικό του. (Μπορεί να είναι ο πειρατής της διπλανής πόρτας που ξέρει ότι μοιράζεις πειρατικά και είπε να σπάσει τη πιάτσα!)
0 comments