Μερικές ακόμη μεταφορικές σημασίες:

  1. Γυναικείος σωματότυπος με μεγάλη περιφέρεια, που με λίγη φαντασία θυμίζει κανάτα. Αντώνυμα: κλεψύδρα, κλεψυδρομούνα, μπουκαλομούνα κ.ά.

  2. Αλλιώς η χυσοκανάτα, δηλαδή σεξιστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που είναι παρτόλα, χυσοκαταπίνοβα και χρησιμοποιείται ως σκεύος ηδονjής.

  3. Στο ιδίωμα των κοινωνιολόγων είναι η κοινωνία-στάμνα, που έχει μεγάλη μεσαία τάξη (αγαπάμε).

  1. Για να βλέπεις όλες τις κανάτες να γυρίζουν σπίτι μάλλον σχόλασε η εκκλησία. (Από αυτηκοΐα)

  2. Ντάξει ψιλομπαζάκι η Ασπασία, αλλά μεγάλη κανάτα. Μου έλεγε κάτι σκηνικά από τα Κουφονήσια ο Γιώργος μόνο κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published