Δεν αναφερόμεθα στους fashionable μοδάτους που φοράνε Façonnable πουκάμισα, αλλά σε όσα αμαρτωλά εμπνέουν (ή είναι επιρεπή σε) επικά φάσωματα. Ψευδογαλατικό λολοπαίγνιο εκ του φασώνω (κάνω φάση) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -αμπλ.

Βλ. επίσης: γαμήσαμπλ, γαμησάμπλ, κρεβατάμπλ, πάρταμπλ, φακάμπλ.

Αντί παραδείγματος, βλ. Λίλιαν.

Φασονάμπλ fashionable με Façonnable (από dryhammer, 25/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Αρχιμύδης!