1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Θα σου φορμάρω τα γκροβεράκια!

#2
Galadriel

Τώρα αυτό έχει να κάνει με την «εφαρμογή»; Τοπ αηδιαστικό λήμμα, το είπε η επίσημη Γιαλόμα.