Χαριτωμενίστικη προσωποποίηση του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κόμματος αδιαμφισβήτητα σερνικού και βαρβάτου, που φοριέται ολοένα και περισσότερο.

Βλ. επίσης: Συριζαίος, συριζαυγίτης, ΣφΥΡΙΖΑ, τΣΥΡΙΖΑ.

1.
Νηστεία 100 ημερών για να φύγει ου αντίχριστους σύριζας

2.
Οι ΑΝ.ΕΛ. και το... γραφείο κηδειών «Ο Σύριζας»

3. Για μια ακόμη φορά: όταν έρθει ο σύριζας μην πείτε ''δεν ήξερα'', ''νόμιζα ότι χειρότερα δεν γινόταν'', ''δεν πίστευα ότι τα εννοούν''. Καρδούλα, φυσικά.

4.
Κατά πόδας ακολουθεί τη Χρυσή Αυγή ο Σύριζας. Ανακοίνωσε “κοινωνικό έργο”, συσσίτια κλπ.

(από Khan, 26/02/15)(από soulto, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Καταθέτω ότι χρησιμοποιείται κι από Συριζαίους και δη από πολιτευτές:

«Τελικά ειμαι υποψήφιος στη Β Αθήνας, λεφτά για καμπάνια δεν παίζουν (ουτε επιτρέπει ο συριζας), οπότε βοηθήστε την κατάσταση. Τάξτε, υποσχεθείτε, απειλήστε - Το νου σας ρεμάλια, κανονίστε να εκλεγώ. Ε;»
(εδώ)