Ο τσιγκούνης, ο ενδεής, αυτός που δεν διαθέτει πολλά χρήματα.
-Έλα μωρέ. Τι τον θες αυτόν τον φτωχομπινέ;
Ο τσιγκούνης, ο ενδεής, αυτός που δεν διαθέτει πολλά χρήματα.
-Έλα μωρέ. Τι τον θες αυτόν τον φτωχομπινέ;
Φτώχια... δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
1 comment
iron
«Μπινές ήταν ο παντρεμένος που, στη σεξουαλική του ζωή, άλλοτε ήταν ενεργητικός (με τη γυναίκα του ή άλλες γυναίκες) και άλλοτε παθητικός: τον έπαιρνε, κατά το κοινώς λεγόμενο, από άντρες νεαρής ηλικίας, τους οποίους πλήρωνε. Αν δεν είχε λεφτά (φτωχομπινές), ήταν διατεθειμένος να τους κάνει πλάτες για να κοιμηθούν με τη γυναίκα τους, κι έτσι να βγάλει την υποχρέωση.»
Από το βιβλίο Οι παλιοί συμμαθητές του Λ. Παπαδόπουλου.
όχι, δεν το διάβαζα εγώ.