SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for φτωχομπινές

φτωχομπινές

Ο τσιγκούνης, ο ενδεής, αυτός που δεν διαθέτει πολλά χρήματα.

-Έλα μωρέ. Τι τον θες αυτόν τον φτωχομπινέ;

(από Τσακ εις την μέσην, 25/11/10)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Φτώχια... δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινεδιάρης.

Got a better definition? Add it!

  • ανέχεια
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • τσιγκουνιά
  • χαρακτηρισμός προσώπου
  • χρήματα

Published 2008-02-10 22:20:17+00:00
Last modified 2015-05-27 06:00:04+00:00

taloula

taloula

  • 3
  • 0
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.