μπλαθρώνω/-ομαι
Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, και σημαίνει λερώνω ή λερώνομαι.
(γυρνάει το παιδάκι απ' το σχολείο, το βλέπει η γιαγιά) - Πώς εγίν'κες έτσι μωρέ σκατόπαιδο; Πού μπλαθρώθ'κες;
Got a better definition? Add it!
Published 2015-02-12 16:22:39+00:00 Last modified 2015-04-17 11:48:22+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments