Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».

-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Εδώ τα 'χει όλα. Και τον ρουφιάνο, και τα μπηλοζήρια, και τη μαρκέτα και ό,τι έχει ακούσει το άγαλμα της θεάς Αθηνάς στην πλατεία της Αστόρια.

#2
donmhtsos

Ευχαριστώ για την παραπομπή.
Δέν την είχα «υπό την υποψίαν μου» που θά 'λεγε κι ο Ζήκος. Απλώς, μόλις έσκασε το λήμμα «ρουφιάνος», είδα πως δεν υπήρχε στους ορισμούς, μ'αυτήν την έννοια και το μπουμπούνισα.
Πάντως συγγνώμην για το (ακούσιο) λογοτσούρνεμα!

#3
Galadriel

Καλέ χαλαρά... Όλα γκουντ!