Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».
-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.
Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».
-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.
Got a better definition? Add it!
3 comments
Galadriel
Εδώ τα 'χει όλα. Και τον ρουφιάνο, και τα μπηλοζήρια, και τη μαρκέτα και ό,τι έχει ακούσει το άγαλμα της θεάς Αθηνάς στην πλατεία της Αστόρια.
donmhtsos
Ευχαριστώ για την παραπομπή.
Δέν την είχα «υπό την υποψίαν μου» που θά 'λεγε κι ο Ζήκος. Απλώς, μόλις έσκασε το λήμμα «ρουφιάνος», είδα πως δεν υπήρχε στους ορισμούς, μ'αυτήν την έννοια και το μπουμπούνισα.
Πάντως συγγνώμην για το (ακούσιο) λογοτσούρνεμα!
Galadriel
Καλέ χαλαρά... Όλα γκουντ!