Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.
Συνουσία.
Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.
Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.
Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.
Συνουσία.
Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.
Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.
Got a better definition? Add it!
3 comments
patsis
Μανίκι επίσης είναι και ο βραχίονας της κιθάρας, με τα τάστα κτλ.
Khan
Νομίζω αξίζει προσθήκη ορισμού.
maria brozou
μανίκι έχω ακούσει να λένε από αρκετά νεαρές ηλικίες και μια ελκυστική κοπέλα