Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.
Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:
Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).
Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα
Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:
Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.
Πρόκειται δηλαδή για...
...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)
...λαμαρινίαση, ένα πράμα.
Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.
johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...
HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)
Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.
- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)
- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).
Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).
6 comments
donmhtsos
Πολύ ωραίο!
Μόλις θυμήθηκα μια παλιά (σαραντακάτι χρόνια) ιστορία.
Ένας ηλικιωμένος ψαράς, αφού ταξίδεψε κάμποσα χρόνια με τα "βαπόρια" και πήρε τη σύνταξή του έρχεται στο νησί με το καινούριο του καΐκι, που (για λόγους οικονομίας) δεν τό'φτιαξε σε κάποιο από τα καλά καρνάγια (Σπέτσες, Κοιλάδα, Πέραμα, Σύρα), αλλά σε κάποιο μαραγκό, κάπου στο λεκανοπέδιο, που "μάθαινε μπαρμπέρης στου κασίδη το κεφάλι". Έγιναν διάφορα σχόλια με αποκορύφωμα αυτό που είπε ο αδερφός του, παλιός ψαράς που δεν είχε φύγει ποτέ απ' το νησί. Ο διάλογος αυθεντικός:
-Δε μου λές καπετάνιο, ποιός έφτιαξε το καΐκι τ' αδερφού σου;
-Ένας κασονάς από το Καρπενήσι!
donmhtsos
Θυμήθηκα άλλο ένα με το Στεφάκια (κι εδώ κι εδώ).
Πουλιέται ένα καΐκι, που είχε για κάμποσα χρόνια ο Στεφάκιας, από τον επόμενο ιδιοκτήτη του, που κι αυτός τό'χε αρκετά χρόνια. Μεταξύ άλλων, ενδιαφέρεται να τ' αγοράσει κι ένας γιατρός, λάτρης της θάλασσας, αλλά στεριανός. Ρωτάει το Στεφάκια, σαν παλιό ιδιοκτήτη και έμπειρο ναυτικό, αν αξίζει ν' αγοράσει το καΐκι. Ο Στεφάκιας του απαντά:
"Γιατρέ δεν είδες τι γράφει στην πρύμη; Αν δεν σε πνίξω σήμερα, αύριο σ' έχω σίγουρο!"
σφυρίζων
Θένκια Δων για τα παραδείγματα! Είχα την τύχη ένας πρώην βαπορίσιος μαραγκός να μου κατασκευάσει μια ξύλινη εσωτερική σκάλα. Εάν εξαιρέσουμε ότι ήταν πάντα αναξιόπιστος στα ραντεβού του και μονίμως ντίρλα, έκανε αξιοθαύμαστη καλή δουλειά, φτιάχνοντας την σκάλα στολίδι απ το μηδέν. Ο στεριανός μαραγκός θα τοποθετούσε προκάτ σκάλα (και ήθελε και τα διπλά χρήματα).
donmhtsos
¨Έχω κι εγώ "πικράν πείραν" από καραβομαραγκούς (όσον αφορά τη συνέπεια). Όταν μας φτιάχνανε το κάΐκι στις Σπέτσες (στα μέσα της δεκαετίας του '80) είχαμε γραπτή συμφωνία για παράδοση σ' ένα χρόνο. Τελικά κάναμε δύο και με το ζόρι. Τότε άκουσα, από παλιούς καϊξήδες, την παροιμία "πυρ, γυνή και καρνάγιο". Πάντως τα καΐκια, που φτιάχνανε ήταν έργα τέχνης, όλα με το μάτι και με ελάχιστη σχεδίαση (οι περισσοτεροι δούλευαν το λεγόμενο "μονόχναρο"). Από τους πέντε καραβομαραγκούς που ήταν τότε στις Σπέτσες, μόνο ένας σχεδίαζε το σκελετό του σκάφους στο δάπεδο (ένα είδος "πατρόν", που κάνουν και οι μοδίστρες). Αυτό ήταν η λεγόμενη "σάλα". Οι υπόλοιποι έφτιαχναν το σκελετό με το μάτι μετακινώντας κατά μήκος του άξονα του σκάφους ένα καμπύλου σχήματος σανίδι, το λεγόμενο χνάρι. Γι αυτό και κάθε σκάφος, ακόμα κι άν είχε τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) διέφερε κατά τι από τα υπόλοιπα του ίδιου κατασκευαστή. Μολαταύτα, ένα έμπειρο μάτι μπορούσε να διακρίνει (στις μικρές λεπτομέρειες) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε ναυπηγικής "σχολής" και να βρεί την προέλευση του καϊκιού (π.χ. σπετσιώτικο, κοιλαδιώτικο, συριανό κλπ.). Τότε είχαμε περάσει τόσο καιρό σε διάφορα καρνάγια (μέχρι να καταλήξουμε στις Σπέτσες) που μπορούσαμε ν' αναγνωρίσουμε (ειδικά για τα σπετσιώτικα τρεχαντήρια) ακόμα και ποιός μάστορας τό'φτιαξε.
deinosavros
Το μονόχναρο σηκώνει ξεχωριστό λήμμα.
donmhtsos
Ευχαριστώ. Θα τό'χω "υπό την υποψίαν μου".