Όταν υπάρχει αποτυχία να ανταποκριθεί κάποιος σε οικονομικές του υποχρεώσεις. Λ.χ. αν κάποιος δανείσει χρήματα και δεν τα πάρει ποτέ πίσω, αν κάποιος δεν πληρωθεί από τον εργοδότη του για δουλειά που έχει κάνει, αν φύγεις από ένα μέρος χωρίς να πληρώσεις. Βλ. και πιστόλα.

Συχνό το τρώω πιστόλι.

  1. Το νέο ρεζιλίκι της Γερμανίας - Έλληνας νεο-μετανάστης έφαγε πιστόλι από γερμανική εταιρεία. (Εδώ).
  2. ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΦΑΓΑ "ΠΙΣΤΟΛΙ" ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΟΥ ΝΟΙΚΙΑΖΕ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΧΕ FISH SPA, ΜΟΥ ΑΦΗΣΕ ΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ "ΞΕΠΛΗΡΩΣΕΙ"! (Εδώ).
  3. Για παράδειγμα από προσωπική μου δουλειά, συνέταξα παλαιότερα μια τέτοια έκθεση για μια παρανομία ενός καταστήματος, επειδή δεν υπήρχε καμία διαθέσιμη Α/Φ που να αποτυπώνει ξεκάθαρα και για τον τελείως άσχετο αυτό που ήθελε να αποδείξει ο πελάτης μου (άσχετα βέβαια ότι "έφαγα πιστόλι" για αυτή τη δουλειά). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Στοστ!