Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Σαν έκφραση υπάρχει (τουλάχιστο στη Χίο) το (α)λιμπερτός - σπανιότερα λιμπερτάδος- δλδ ελεύθερος, χύμα, αμολητός, επί προσώπων και πραγμάτων.

Αφήνει τους σκύλους λιμπερτούς και μπαίνουν στα κοτέτσια.

Οι κορμοί κατεβαίνουν λιμπερτοί το ποτάμι και τους μαζεύουν στο πριονιστήριο.

'Αμα την αφήκης τώρα αλιμπερτή, θα καταλήξει γιά πρεζού, γιά πουτάνα (συμβουλες για "σφίξιμο των λουριών" σε έφηβη).

#2
Khan

Πολύ ενδιαφέρον.

#3
Khan

Φαντάζομαι και το οικογενειακό όνομα Αλιμπέρτης ετυμολογικώς έχει σχέση.