Άνθρωπος σκωπτικός, καυστικός σαρκαστικός.

- Είσαι συ μια αγκαθίτσα, άπαπα...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, εκ του αγκαθιού ή, μάλλον, της αγκαθιάς (κάθε αγκαθωτό φυτό).

Από το υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 18.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
soulto

Καλό. Μοιάζει την τσούγδω.

#2
dryhammer

Στη Χίο όμοια (σπάνια πια)το αγκύλι και αγκύλα

#3
σφυρίζων

Ενδιαφέροντα πράματα! Ν αδημειωθεί ότι το αγκαθίτσα είναι Unisex κατά το ποντικομαμή.

#4
dryhammer

Εκζάχτλυ! (παρόλο που οι ιδιότητες αποδίδονται στα θήλεα- αλλά μόνο γλωσσικά)