Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.

  1. Από εδώ:
    Πήγε να την Βιάσει και τον έκανε… ”ΑΧΡΗΣΤΟ στο ξύλο!

  2. Από εδώ:
    Ο Δαμιανάκης είναι ''θυρίο'' και έχει καθαρισει έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της Ελλάδος τους Μητρόγλου (που έκανε το 0-3 από κόντρα) και τον Μπέργκ που δεν φάνηκε χθες καθώς τον έκανε <Άχρηστο> ο Δαμιανάκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified