Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.
Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.
Got a better definition? Add it!