Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.
Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.
«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;»
«Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.
Από διαδικτυακή συζήτηση.
Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.
Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).
5 comments
dryhammer
Και στα Χιώτικα (αλλ' αγνοώ άν είναι προσφυγικό ή ιθαγενές) υπάρχει το ίδιο που τ' άκουσα μάξους αλλά όχι πια σε χρήση.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
Σωστά, ξέχασα να μπολντάρω το μάξους στο α' παράδειγμα. Ας το κάνουν οι μόντουλοι, τι τους πλερώνουμε :-Ρ
vikar
Δώστε μας ρε και λίγο χρόνο να ξοδεύουμε τα λεφτά που μας δίνετε, τί διάολο...
(Εγώ δέν την ήξερα την κουβέντα.)
soulto
μαξούλι < τουρκική mahsul < αραβική محصول (mahsūl, "συγκομιδή") από δω
Στην Μακεδονία μαξούλι είναι το καπνό πρώτης ποιότητας.
soulto
Επιβεβαιώνω για μαξούς=επίτηδες, στην Δράμα.
Μου διηγήθηκαν το εξής περιστατικό: σε προπολεμικό σπιτικό γλέντι όπου χόρευαν μόνο άντρες, έσβησαν ξαφνικά τα φώτα. Κάποιες γυναίκες σχολίασαν "μαξούς" κι άλλες διόρθωσαν ελληνιστί, "επίτηδες"!