Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).

- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified