Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).
- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)
Κάνω σκληρά μεροκάματα (ο γκασμάς είναι σκαπτικό εργαλείο).
- Εμένα που με βλέπεις, βαράω γκασμά. (Από συνέντευξη της λαϊκής τραγουδίστριας Στανίση, αναφερόμενης στο «νυχτοκάματο»)
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικά και 'βαράω τσάπα'. Υπάρχουν 2 έννοιες:
1) Γενικά η οποιαδήποτε κουραστική σωματική εργασία που κρατάει πολύ.
2) Οι έντονες σεξουαλικές επαφές, συνήθως μεγάλης διάρκειας. (κυρίως για τους άντρες).
Παραδείγματα:
1) - Φαίνεσαι κομμένος. - Έχει ανέβει πολύ η δουλειά αυτη την εβδομάδα και κάθε μέρα βαράμε γκασμά, άστα.
2) - Φαίνεσαι κομμένος - Είχα να βρεθώ καιρό με τη Μαρία και χθες βράδυ βάρεσα πολλή τσάπα, δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ'τον άλλον.
Got a better definition? Add it!