Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Κουλούρι με κρημ-πάι

#3
jesus

στην προστυχιά το λες κ κωλούρι.

#4
Δημητράκης(Μητσάκος)

Αλλες ονομασίες του κώλου(κυριολεκτικά), οι οποίες χρησιμοποιούνται αναλόγως:
Κοπριάς,κλανιάς και φυσικά ο πασίγνωστος ΝικΩλάκης!Π.χ:
Επιτακτικό χέσιμο:''Με έχει σφίξει ο κοπριάς εδώ και ώρα και πρέπει να αδειάσω επειγόντως!΄΄
Για σεσημασμένο κλανιάρη:''Σφυρίζει ο κλανιάς του σαν υπερωκεάνιο!''
Για κάποιον που πάει γυρεύοντας:''Μου φαίνεται ότι τα θέλει και σένα ο Νικωλάκης σου!''