μεταφορικά : η γκομενα που έχει έντονη τριχοφυΐα στα πόδια στις μασχαλες κλπ

Παράδειγμα Ρε μάγκα ήμουν με την Αντωνια στο σπίτι της!!σε κάποια φάση της έβγαλα το παντελόνι κολλητέ και τι να δω!!βαμβακουλας η γκόμενα!τέτοια τρίχα στο πόδι κολλητέ δεν ξανάδα!!δεν ανακάλυψε το ξυραφάκι ακόμα!!

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Ο γεννημένος εκ του πρωκτού βλέπε και κώλος

Μεταφορικά: χρησιμοποιειται προσβλητικά για πρόσωπο που αντιπαθεί κάποιος ή γενικότερα συμπεριφερεται ύπουλα βρόμικα υποκριτικά

Παράδειγμα Είδα ρε μαλάκα το κωλόβγαλμα το Τακη χθες βράδυ και του ζήτησα να μου επιστρέψει τα δανεικά κι αντί γι αυτό είδα γρατσουνιές στο αμάξι μου το πρωί!!τέτοιο κωλόβγαλμα μιλάμε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το αποτριχωμένο η ξυρισμένο αιδοίο.

Άσε καρντάσι, πήγα με ένα γκομενάκι χθες βράδυ. Μετά το κλαμπ την φόρτωσα και πήγα σπίτι!! Της τά 'βγαλα όλα και τρελάθηκα φίλε!! Μουνάκι παπαλούδα!! την έγλειφα αχόρταγα για ώρα!! Φρεσκοξυρισμένο και απαλό!! Παπαλούδα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified