Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xalikoutis

το χω ακούσει στα Ανώγεια της Κρήτης με περεμφερές νόημα, για κάθετι πικρό, και για ξινά άτομα, ιδιότροπα κλπ [ψακωμένος/η]

#2
Επισκέπτης

ψακή ειναι το δηλητηριο για τα ζωα (ποντικια,σκυλια κτλ) στη πατριδα μου Κρεμαστη της Ρόδου.Προφέρεται Η ΨΑΚΗ...

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

[I]Ο ήλιος βασιλεύει καρσί στο Λάκκωμα
κι εσύ, παλιά μου αγάπη, να 'χεις το ψάκωμα.[/I]

Δημοτικό δίστιχο (municipal unhappy) από τη Σαμοθράκη. Κι εδώ σημαίνει πίκρα, φαρμάκι, δηλητήριο.

#4
HODJAS

Σωστός: Γενικά στα νησιά το Αιγαίου λέγεται ψακή/ψάκωμα η δηλητηρίαση.

(municipal unhappy χαχαχαχ)

#5
BestMan

Χρησιομποιείται και στην Κύπρο, ως και στη Ρόδο (ή ψακη - προφέρεται ψατζιή). Υποδηλώνει επίσης το ψοφόκρυο.

#6
Μιτζνούρ

Για φάρμακα λέγονται 'πέτσινα' αντίστοιχο με το 'μπόμπα' του ψεύτικου ουίσκι

#7
vikar

Τσεκάρτε (...) και το λήμμα ψατζ̌ή στο σάισλανγκ.

#8
donmhtsos

Στὴν Κύθνο χρησιμοποιεῖται τὸ ρῆμα ψακώθηκα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φαρμακώθηκα, Ἐπίσης τὸ ψακωμένος μὲ τὴν ἴδια ἔννοια.

#9
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Τότες, τα πρωτοβρέξα, βγαίνουνε κι οι αμανίτες. Κι αυτοί καλοί. Περίτου τηγανιτοί. Βασιλικό φαΐ. Μάλιστα νάχεις λεμόνι να τους στάξεις, ως αποψηθούνε... αλλά κι οφτοί καλοί 'ναι. Οι ντρυγίτες γίνουνται μεγάλοι. Κάθε εις μια τηγανιά! Χορταστικοί. Είναι κι αυτοί λοΐσιμοι: Ντρυγίτες, αγκαθίτες, φουσκίτες, ριζίτες. Μόνο πρέπει να τους γνωρίζεις καλά. Να μη λαθέψεις και μαζέψεις ψακωτερούς, γιατί πάει επόθανες. Μια φορά εγίνηκε μεγάλο κακό στο χωριό. [...]

Γαλάτεια Καζαντζάκη "Στα ψηλά βουνά της Κρήτης", εφημ. Η Αυγή 15-8-1965