Ίσως από το τούρκικο güvensiz = ανασφαλής, αναξιόπιστος. Με κάθε επιφύλαξη. Ο Ανδριώτης το ετυμολογεί από το gibet = σταυρός, στα Γαλλικά του Μεσαίωνα.
έχω την εντύπωση (που προέρχεται από την ταινία του πολάνσκι noc w wodzie) ότι το w στα πολωνικά προφέρεται β κ αντιστοιχεί στο ρώσσικο в.
κατά τ' άλλα, το κούρβα λέγεται σε όλη την σλαβόφωνη ή σλαβογενούς γλώσσας ευρώπη ανατολικά της γερμαναυστρίας (νομίζω ρωσσίας εξαιρουμένης) κ χρησιμοποιείται όπως το λες.
11 comments
iron
ξεγιβέντισέ μας ο γιος σου = μας έκανε ρεζίλι ο γιος σου
ξεγιβεντισμένος = ρεζιλεμένος
vikar
Ετυμολογία γνωρίζει κανείς;...
Επισκέπτης
Τούρκικο θα πρέπει να είναι. Υπάρχει και το «γεβ(γ;)εντισμένη» = ντροπιασμένη, ξεφτιλισμένη.
poniroskylo
Ίσως από το τούρκικο güvensiz = ανασφαλής, αναξιόπιστος. Με κάθε επιφύλαξη. Ο Ανδριώτης το ετυμολογεί από το gibet = σταυρός, στα Γαλλικά του Μεσαίωνα.
HODJAS
Βλ. και παροιμία «η κούρβα το γεβέντισμα για πανηγύρι το 'χει».
Επισκέπτης
όπου κούρβα στα μακεδονίτικα = πουτάνα
Pirate Jenny
Α, και στα πολωνικά. Γράφεται kurwa, προφέρεται κούρμπα. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά αλλά και ως επιφώνημα, σαν το «γαμώτο!» ένα πράμα.
jesus
έχω την εντύπωση (που προέρχεται από την ταινία του πολάνσκι noc w wodzie) ότι το w στα πολωνικά προφέρεται β κ αντιστοιχεί στο ρώσσικο в.
κατά τ' άλλα, το κούρβα λέγεται σε όλη την σλαβόφωνη ή σλαβογενούς γλώσσας ευρώπη ανατολικά της γερμαναυστρίας (νομίζω ρωσσίας εξαιρουμένης) κ χρησιμοποιείται όπως το λες.
Fotis Nitsiopoulos
και στα τσέχικα
deinosavros
Εδώ για το gibet και εκεί για το gibbeting cage.
Μαρία Νεφέλη
Ο κουζουλός το γίβεντο γιά βασιλίκι τό 'χει