Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ξεγιβέντισέ μας ο γιος σου = μας έκανε ρεζίλι ο γιος σου
ξεγιβεντισμένος = ρεζιλεμένος

#2
vikar

Ετυμολογία γνωρίζει κανείς;...

#3
Επισκέπτης

Τούρκικο θα πρέπει να είναι. Υπάρχει και το «γεβ(γ;)εντισμένη» = ντροπιασμένη, ξεφτιλισμένη.

#4
poniroskylo

Ίσως από το τούρκικο güvensiz = ανασφαλής, αναξιόπιστος. Με κάθε επιφύλαξη. Ο Ανδριώτης το ετυμολογεί από το gibet = σταυρός, στα Γαλλικά του Μεσαίωνα.

#5
HODJAS

Βλ. και παροιμία «η κούρβα το γεβέντισμα για πανηγύρι το 'χει».

#6
Επισκέπτης

όπου κούρβα στα μακεδονίτικα = πουτάνα

#7
Pirate Jenny

Α, και στα πολωνικά. Γράφεται kurwa, προφέρεται κούρμπα. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά αλλά και ως επιφώνημα, σαν το «γαμώτο!» ένα πράμα.

#8
jesus

έχω την εντύπωση (που προέρχεται από την ταινία του πολάνσκι noc w wodzie) ότι το w στα πολωνικά προφέρεται β κ αντιστοιχεί στο ρώσσικο в.

κατά τ' άλλα, το κούρβα λέγεται σε όλη την σλαβόφωνη ή σλαβογενούς γλώσσας ευρώπη ανατολικά της γερμαναυστρίας (νομίζω ρωσσίας εξαιρουμένης) κ χρησιμοποιείται όπως το λες.

#9
Fotis Nitsiopoulos

και στα τσέχικα

#10
deinosavros

Εδώ για το gibet και εκεί για το gibbeting cage.

#11
Μαρία Νεφέλη

Ο κουζουλός το γίβεντο γιά βασιλίκι τό 'χει