Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
0 comments