Κανονικά σημαίνει Σταθμός Ελέγχου Κυκλοφορίας αλλά μεταξύ των στρατιωτών ακούγεται και το Σάντουιτς, τσιγάρο, εφημερίδα, καφές ...
Κανονικά σημαίνει Σταθμός Ελέγχου Κυκλοφορίας αλλά μεταξύ των στρατιωτών ακούγεται και το Σάντουιτς, τσιγάρο, εφημερίδα, καφές ...
Got a better definition? Add it!
Είναι το στρατόπεδο όπου λαμβάνει χώρα η βασική εκπαίδευση των Νεοσύλλεκτων της Αεροπορίας.
Μεταξύ των φαντάρων ακούγεται και το
124 Πρόβατα Βόσκουν Ελεύθερα
λόγω του χυμείου της κατάστασης στην Αεροπορία γενικότερα...
-
Got a better definition? Add it!
Λήξη 'Ενός Λανθασμένου Έτους.
-
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άνθρωπος, που εκτός από ατσούμπαλος , είναι βλάκας αλλά και λεφτάς! Προτιμάται από γκόμενες-«σκυλιά» λόγω βαθειάς τσέπης.
Σύνηθες μεταφορικό μέσο: Jeep μεγάλου κυβισμού.
- Δες ρε με τι ροκοφλόκο κυκλοφορεί το μουνί. - Θα του τα φάει όλα , ψίχουλο δεν θα του αφήσει.
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άνθρωπος, ο οποίος είναι και ατσούμπαλος.
- Κοίτα το σμπόκο ρε μλκ, έσπασε όλα τα ποτήρια λέμε! Καλά κουλός είναι;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπουρντούχας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Αδόκιμος όρος. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις πανικού , κυρίως την ώρα που ξεσπά ο πανικός (και για να χειροτερέψουμε την κατάσταση).
- Ρε πήρε φωτιά το μαγαζί! Βγείτε όλοι έξω αμέσως! - Στρούλιαααααααααααααααααααααααα!!!
Got a better definition? Add it!
Ο λεφτάς, αυτός που τα έχει και τα δείχνει.
- Ρε θα έρθει ο Τάκης απόψε σπίτι μου για κάνα ούζο;
- Σίγα μην έρθει για ούζα ρε. Αφού είναι ματσό, σιγά μην κάτσει μέσα.
Από το ματσωμένος (δες κομμέ). Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται υποτιμητικά για κάποιο άτομο που... έχει γνώσεις και άποψη για όλα!
- Είχα βγεί χθες με τον Παναγιώτη και με έπρηξε στο μπλα μπλα κανα 2ωρο.
- Ε μα και εσύ με τον γνώστη βγήκες βόλτα; Αφού τον ξέρεις, έχει γνώμη πριν από εσένα και για εσένα.
βλ. και ξερόλας
Got a better definition? Add it!