Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.

- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!

Αστοδγιάλο από δω χαμούρα που να μη σώσεις. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

χαμούρα θηλυκό

  1. οι καρποί των δένδρων που έχουν ήδη πέσει χάμω προ της συγκομιδής και είναι ακατάλληλοι, κακής ποιότητος
  2. (μεταφορικά, υβριστικώς) ανάξιος άνθρωπος
    Η τσούλα, η εύκολη, η γυναίκα του πεζοδρομίου.
#2
ρεμάλι

ούρα ούρα ούρα είσαι μια παλιοχαμούρα!
μαύρα μούρα άσπρα μούρα είσαι μια παλιοχαμούρα.
μούρης μούρης και χαμούρης, εξού και παλιοχαμουτζής

#3
asto99@gmail.com

οι καρποιου εχουν πεσει κατω λεγονται χαμάδες και ιδιαιτρα οι ελιες. και Χαμωλιά, οχι χαμούρες βλ. μελετη μου «χαμούρα και χάμουρα»

http://www.scribd.com/doc/237188316/%CF%87%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%87%CE%AC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1