Η ζάλη.

- Έχω μια νταβουρλίγκα απ' το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
anchelito

Προφανώς από το βλάχικο νταβαρλιγκα, ή ντιβαρλιγκα που σημαίνει ολόγυρα.

αυγά σταφύλια πρόβατα
γύρω απ΄το πηγάδι ;)

#2
Fotis Nitsiopoulos

το άκουσα ως ντιβιρλίνγκα