Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης, ο χαραμοφάης, ο χλιδάνεργος.

- Τι έγινε κυρ Σάκη, πέρασε ο γιος σου στον ΑΣΕΠ;
- Τι λες μαρ' Κούλα, ο χαϊμανάς ο γιος μου ν' ανοίξει κάνα βιβλίο; Στέκεις με τα καλά σου; Πάλι καλά που ένας κουνιάδος του μπατζανάκη του ξαδέρφου της γυναίκας μου ξέρει την παραδουλεύτρα του Τσοχαζόπουλου κι έχουμε μια ελπίδα ότι θα μπει στη ζούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικής ποιότητας, το πανέμορφο, το σγουάου, το σούπερ.

Καλά μαλάκα, η γκόμενά σου είναι και πολύ τζιτζιλόνι !

(από jesus, 21/12/09)

Βλέπε και τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πράσινη συνήθως εννοείται η μπίρα Heineken, η οποία βγαίνει σε πράσινα μπουκάλια και κουτάκια.

Ρε μάστορη, πιάσε μια πράσινη ακόμα και τρεις άμστελ για τα καρντάσια.

Η κλασική πράσινη (από poniroskylo, 01/06/08)Πράσινο κουτάκι (από poniroskylo, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάω χαμηλόφωνα.
<από τον ήχο ψου ψου

-Τι ψουψουρίζετε πίσω απο την πλάτη μου ρε αλάνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα μπρατσωμένου ρετρό «υπερανθρώπου» που χρησιμοποιείται για προσδιορισμό τόφαλου, πολύ χοντρής σαβουρογκόμενας.

- Δες μαλάκα τι περνάει, πωπω, πρέπει να είναι τουλάχιστον 500 κιλά! Δες και τι φοράει ρε μαλάκα, θα μας τρελάνει!
- Πού πά ρε Τζιμ Αρμάο με το μίνι!

(από patsis, 28/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η και καλά άβγαλτη, η σιγανοπαπαδιά, η από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

- Εγώ σε παρτούζα; Με προσβάλλεις!
- Μη μου το παίζεις παρθενοπιπίτσα ρε συ. Σε ξέρω τι πουτανάκι είσαι...

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός μεγάλου μεγέθους (καθότι τα βουλγαρικα θυμιατήρια είναι τεράστια σε μέγεθος). Αναφέρεται συνήθως σε κώλους.

- Άμα έρθω εκεί θα σου κάνω τον κώλο βουλγάρικο θυμιατήρι, ρε τρόμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόλυτο σύνορο, το έσχατο όριο ενός πράγματος.

- Μαλάκα μου, έχεις περάσει την Κακαβιά της ηλιθιότητας τόση ώρα. Απορώ γιατί σ' αφήνω και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λανσάρω κάτι με επιτυχία, κανω κάτι καλά, τα καταφέρνω.

Συνήθως σαν έκφραση: το πουλάω.

- Τα λέει η τραγουδιάρα ή δεν ακούγεται;
- Μπα, το πουλάει, μια χαρά τα λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified