Αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο πολύ φτωχός.

Ο Γιώργος επένδυσε όλα του τα χρήματα για να κάνει μια επιχείρηση που τελικά δεν πήγε καλά και έμεινε απένταρος.

Βλ. και αδέκαρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified