Αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο πολύ φτωχός.
Ο Γιώργος επένδυσε όλα του τα χρήματα για να κάνει μια επιχείρηση που τελικά δεν πήγε καλά και έμεινε απένταρος.
Βλ. και αδέκαρος
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-26 09:04:27+00:00 Last modified 2009-03-19 19:04:56+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.