Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.
- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.
Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.
- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.
Βλ. και χουφτιάρα, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
3 comments
Ο ΑΛΛΟΣ
Κυριολεκτικά μπράσκα είναι ο φρύνος, είδος χοντρού, ενίοτε τεράστιου, βραδυκίνητου καφέ βατράχου με εκατοντάδες σπυριά. Εξαιρετικά κολακευτικό για γκόμενα!
Επισκέπτης
ναι ..... σιγουρα... με αυτο πολλες γκομενες εχω ριξει.....
η τελευταια μου πηδηξε και μου αλλαξε χρωμα....
GATZMAN
Μπράσκα λένε και την πεσκανδρίτσα στη Σκιάθο... και καλά βατραχόψαρο