Βγάζω κάποιον έξω, ξεπροβοδίζω.
- Φεύγω...
- Κάτσε να σε ξεβγάλω.
Βγάζω κάποιον έξω, ξεπροβοδίζω.
- Φεύγω...
- Κάτσε να σε ξεβγάλω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απορρίπτομαι.
- Τι έγινε ρε με το γκομενάκι;
- Τίποτα ρε φίλε. Έφαγα σακούλα.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος που είναι ό,τι νά 'ναι, δεν τον νοιάζει για τίποτα.
(είναι κατανοητό)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.
- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.
Βλ. και χουφτιάρα, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι τα ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες. Χρησιμοποιούνται για SMS ή στο MSN ή στο mail από Έλληνες του εξωτερικού (γιατί αν στείλεις με ελληνικούς χαρακτήρες θα εμφανίζονται μόνο σύμβολα).
einai apisteuto
Αντίστροφο: engreek.
Το αντίστοιχο σε άλλες γλώσσες: عربيزي, عربي (αραβικά), шльокавица, методиевица, методиица, кирливица, мейлица, чатица, латинец, есемесица, Интернет жаргоница (βουλγαρικά), فارگیلیسی (περσικά), волапюк (ρωσικά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified