Είδος βατράχου, μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.
Αυτός που έχει φτιάξει μπράσκα, λέγεται και μπρασκανίλος.
Aυτός από το καθισιό έχει φτιάξει μια μπράσκα άλλο πράγμα.
Είδος βατράχου, μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.
Αυτός που έχει φτιάξει μπράσκα, λέγεται και μπρασκανίλος.
Aυτός από το καθισιό έχει φτιάξει μια μπράσκα άλλο πράγμα.
Got a better definition? Add it!
Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ.
- Πολύ μπράσκα αυτή η γκόμενα.
Βλ. και χουφτιάρα, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified