Τα παίρνω, τσαντίζομαι χοντρά.
Συφιλιασμένος: ο οργισμένος.
Εκεί που καθόμασταν και τα λέγαμε, μου το σκάει το παραμύθι. Όχι πως δεν ενδιαφέρεται για μένα, λέει, αλλά θέλει και δανεικά. Γκρρρ! συφιλιάστηκα!
Τα παίρνω, τσαντίζομαι χοντρά.
Συφιλιασμένος: ο οργισμένος.
Εκεί που καθόμασταν και τα λέγαμε, μου το σκάει το παραμύθι. Όχι πως δεν ενδιαφέρεται για μένα, λέει, αλλά θέλει και δανεικά. Γκρρρ! συφιλιάστηκα!
Got a better definition? Add it!
0 comments