Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.
- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;
2 comments
poniroskylo
Μπασματζής παλιότερα σήμαινε υφασματοπώλης. Είναι από το τούρκικο basmaci. Basma στα Τούρκικα σημαίνει, μεταξύ άλλων, το εμπριμέ, το σταμπωτό βαμβακερό ύφασμα. Μπασμάς στα Ελληνικά είναι και μια συσκευασία φύλλων καπνού αλλά και μια ποικιλία καπνού εξαιρετικά αρωματικού από την Ξάνθη.
HODJAS
Βλ. θανατερή μάρκα «Κιρέτσιλερ» ξανθιώτικο σεκάπ, εξ ου και κάνε ένα τσέκ-απ (καλού-κακού)!