Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.

- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Cunning Linguist

Χάχα! Μην μου πεις ότι στο παράδειγμα έγραψες "κυττάζω" αντί για "κοιτάζω" επειδή το λέει μια γυναίκα "κάποιας ηλικίας"!!

#2
poniroskylo

Και να πω ναι, ποιός θα με πιστέψει; Δεν είναι μόνον οι γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας.

#3
lykos

Γαλλίζουσα!!! Μ'έσκισες!.....