Το γκομενάκι που προσελκύει τον άντρα να τη ρίξει στο κρεβάτι, ή αυτή που τη βρίσκει με τον κρεβατιακό τομέα.

(Συζήτηση νταβατζήδων)

- Οι καινούριες σ΄ αρέσανε;
- Μπα, ρε μάγκα, γουρούνι στο σακί όλες. Σου ΄χω γω απόψε μία... Ένα μόνο σου λέω. Φίνο γκομενάκι και πολύ κρεβατάμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλίζουσα εκδοχή του αξιαγάμητος/-η. Ηπιότερη διατύπωση που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας ή/και παντρεμένες κλπ. Περιέχει ισχυρή δόση συγκατάβασης.

- Τι έγινε, Μαράκι; Βγήκατε με τον έτσι; Πώς ήταν;
- Να σου πω, χρυσό μου... Κρεβατάμπλ, απολύτως κρεβατάμπλ... Αλλά, βρε, δεν έχει μία... Κι εγώ, ξέρεις, κυττάζω πια να αποκατασταθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified