Με αρέσει αυτό που τρώω, ευχαρίστηση για φαγητό.

Πω ρε φίλε, ντερλίκωσα, έφαγα δυο σουβλάκια, το ευχαριστήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Όχι ακριβώς. Ντερλίκωσα σημαίνει έφαγα τόσο πολύ που βάρυνα, έσκασα, πρήστηκα. H έμφαση είναι στην λαιμαργία και την πολυφαγία, όχι την ευχαρίστηση.